ἱμεροδερκής, -ές (Α)αυτός που κοιτάζει με βλέμμα γεμάτο πόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω»), πρβλ. οξυδερκής].