Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ινοκυστικός
Greek Monolingual
-ή, -ό αυτός που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ινώδους ιστού και κυστικών σχηματισμών. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibrocystic<fibro- <fiber «ίνα» +cystic (πρβλ. κυστικός)].