ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) ιξεύωαυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργααρχ.1. ως επίθ. ιξευτικός («σὺν ἰξευταῖς καλάμοις»)2. το θηλ. ἡ ἰξεύτριαα) επίθ. της Τύχηςβ) γένος φυτών της οικογένειας καρυοφυλλίδες.