ιξόβεργα
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
και ξόβεργα, η
ράβδος αλειμμένη με ιξώδη ουσία, η οποία χρησιμοποιείται για τη σύλληψη μικρών πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + βέργα].