Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἰοδνεφής, -ές (Α)αυτός που έχει χρώμα σκοτεινό, μενεξεδί, όπως το ίον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -δνεφής (< αμάρτ. δνέφος, αντί δνόφος «σκότος»)].