ιππάς

Greek Monolingual

ἱππάς, -άδος, ἡ (Α) ίππος
1. (ως επίθ. θηλ. του ιππικός) ιππική («ἱππὰς στολή», Ηρόδ.)
2. (στην Αθήνα και στη Ρώμη) η τάξη τών ιππέων («ἐκ πεντακοσιομεδίμνων καὶ ζευγιτῶν καὶ τρίτου μέλους τῆς καλουμένης ἱππάδος», Αριστοτ.)
3. ο φόρος στον οποίο υποβάλλονταν αυτοί που ανήκαν στην τάξη τών ιππέων («καὶ τούτους ἱππάδα τελοῦν τος ἐκάλουν», Πλούτ.)
4. παιδικό παιχνίδι
5. η φοράδα
6. στον πληθ. αἱ ἱππάδες
οι ιππικοί αγώνες
7. μτγν. η θηλυκή ίππος, η φοράδα
8. φρ. α) «πύλαι ἱππάδες» — ονομασία μιας πύλης της αρχαίας Αθήνας
β) «θυσίαι ἱππάδες» — οι προσφερόμενες θυσίες από την τάξη τών ιππέων.