ἱππευτής, ὁ (Α)ιππεύω1. αυτός που ιππεύει, ιππέας, έφιππος2. ως επίθ. ιππικός, ικανός στην ίππευση και στην ιππομαχία (α. «ἱππευταὶ Τρῶες», Βακχ. β. «ἱππευτὴς στρατός», Ευρ.).