ίππευση
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
η (ΑΜ ἴππευσις) ιππεύω
η ανάβαση σε ίππο, ο τρόπος του καθίσματος πάνω σε ίππο, η ιππασία.