ἱππόλοφος, -ον (Α)1. αυτός που έχει λοφίο με τρίχες αλόγου2. φρ. (μτφ. με κωμ. σημασία) «ἱππόλοφοι λόγοι» — αλογότριχες, λόγια σαν λοφία με τρίχες αλόγου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + λόφος «λοφίο»].