ισαριθμώ

Greek Monolingual

ἰσαριθμῶ, -έω (Μ) ισάριθμος
είμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῦντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.).