Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ισπανικός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Μ ἱσπανικός, -ή, -όν) Ισπανός αυτός που προέρχεται ή σχετίζεται με την Ισπανία ή τους Ισπανούς νεοελλ. (το θηλ. εν. ή το ουδ. πληθ. ως ουσ.) η ισπανική ή τα ισπανικά η ισπανική γλώσσα.