ἰσχαλέος, -α, -ον (ποιητ. τ.) (Α)1. πολύ λεπτός2. πολύ μικρός, μηδαμινός.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. ισχνός και εμφανίζει επίθημα -αλέος].