-ή, -ό (Α ἰσχιακός, -ή, -όν) ισχίοναυτός που πάσχει από χρόνια ισχιαλγία, ο ισχιαδικός.νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ισχία (α. «ισχιακό πλέγμα» — το ιερό πλέγμαβ. «ισχιακή προβολή» — η προβολή του εμβρύου από τη μήτρα με τα ισχία).