ἰσχιοίδης, -ες (Α)αυτός που έχει μεγάλα ισχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + -οίδης (< οἰδέω «πρήζομαι»), πρβλ. γαστροοίδης, ωμοίδης].