ισόπτερος

Greek Monolingual

ἰσόπτερος, -ον (Α)
γρήγορος σαν φτερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. κολεό-πτερος, ορθό-πτερος].