Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιχθυέλαιο
Greek Monolingual
το ζωικό έλαιο που λαμβάνεται μετά από κατεργασίαμερών του σώματος ορισμένων ψαριών, ψαρόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ.<ἰχθυ(ο)- +έλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Ν. Λεβαδέα].