Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιχθυϊκός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰχθυϊκός, -ή, -όν) ιχθύς νεοελλ. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια αρχ. 1.ιχθυηρός 2.επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά φόρος εισαγωγής ψαριών.