ἰχθυϊκός
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
ἰχθυϊκή, ἰχθυϊκόν, = ἰχθυηρός, πύλη LXX 2 Ch.33.14; ζῴδια Ptol.Tetr.152:—Subst., ἰχθυϊκή, ἡ, fishery toll, Inscr.Magn.116.42, OGI496.9 (Ephesus): ἰχθυϊκά, τά, Ostr.343 (iii B.C.):—also ἰχθύϊνος, η, ον, Ael.NA17.32.
German (Pape)
[Seite 1275] = ἰχθυηρός, LXX. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰχθυϊκός: -ή, -όν, = ἰχθυηρός, τὰ ἰχθ. ζῴδια Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 215, Ἐβδ. (Β΄, Παραλ. ΛΓ΄, 14)· - ὡσαύτως ἰχθύϊνος, η, ον, Αἰλ. π. Ζ. 17. 32.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰχθυϊκός, -ή, -όν) ιχθύς
νεοελλ.
αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια
αρχ.
1. ιχθυηρός
2. επιγρ. (το θηλ. εν. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ ἰχθυϊκή και τὰ ἰχθυϊκά
φόρος εισαγωγής ψαριών.