Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ιχθύα
Greek Monolingual
ἰχθύα και ιων. τ. ἰχθύη, ἡ (Α) ιχθύς 1. το αποξηραμένο δέρμα του ψαριού ρίνη, που χρησιμοποιούσαν για τη λείανση μαρμάρων, ξύλων κ.ά. αντικειμένων 2. το δέρμακάθε ψαριού 3.επιγρ.δοχείο στο οποίο έβαζαν παστά ψάρια 4.πάπ.ιχθυοτροφείο.