ιωτακίζω

Greek Monolingual

προφέρω τα φωνήεντα και τις διφθόγγους σύμφωνα με την ιωτακιστική προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰώτα κατά τα αττι-κίζω, σολοι-κίζω].