κάθερμα
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1283] τό, = ἕρμα, Ohrgehänge, im plur., Anacr. (66, 10) bei Ath. XII, 534 a.
Russian (Dvoretsky)
κάθερμα: ατος τό (только pl.) серьга Anacr.
Greek (Liddell-Scott)
Greek Monolingual
κάθερμα, τὸ (Α)
στον πληθ. τὰ καθέρματα
τα έρματα, οι ύφαλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕρμα.