ἕρμα

From LSJ

Καλὸν τὸ θησαύρισμα κειμένη χάρις → Benefacta bene locata, thesaurus gravis → Ein schöner Schatz: ein Dank, den du zu Gute hast

Menander, Monostichoi, 295
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕρμα Medium diacritics: ἕρμα Low diacritics: έρμα Capitals: ΕΡΜΑ
Transliteration A: hérma Transliteration B: herma Transliteration C: erma Beta Code: e(/rma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A prop, support: in plural, of the props used to keep ships upright when hauled ashore, νῆα..ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il.1.486, cf. 2.154: metaph., of men, ἕ. πόληος prop or stay of the city, 16.549, Od.23.121, Epigr.Gr. 452.11 (Syria); τοῦτο..οἷον ἕ. πόλεως κείσθω as a foundation for the city, Pl.Lg.737b; ὥσπερ ἕ. τῆς πολιτείας βέβαιον Plu.2.814c; ἕ. ἐχέγγυον [ἑταιρίας] D.C.Fr.40.15; ὥσπερ ἕρματος ἀεὶ δεόμενοι τῆς τροφῆς Gal.19.208.
2 sunken rock, reef, Alc.Supp.26.6, Hdt.7.183, Th. 7.25, E.Hel.854; ἄσημα ἕ. Anacr.38; ἄφαντον ἕ. A.Ag.1007(lyr.), cf.Eu.564 (lyr.); ἕ. ὕφαλα D.H.1.52; ἕ. γῆς ἁπαλόν a soft bank of mud, App.BC5.101.
3 cairn, barrow, πρὸς ἕρμα τυμβόχωστον..τάφου S.Ant.848 (lyr., nisi leg. ἕργμα); Ἑρμᾶν ἀφετήριον ἕρμα starting-post, AP9.319 (Philox.); ἕρματα τῶν θεμελίων ruins of the foundations, D.S.5.70.
4 that which keeps a ship steady, ballast, Plu.2.782b; of stones with which cranes and bees were supposed to steady themselves in their flight, Arist.HA597b1, 626b25; μετὰ τῶν γεράνων ἀναχωρῶ πάλιν, ἀνθ' ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας Ar.Av.1429: metaph., τῆς ψυχῆς ἐχούσης ἕ. Chrysipp.Stoic.2.299; τὸ ἀπὸ τῆς φρονήσεως ἕ. Socr. ap. Stob.3.3.61; οἷον ἕ. τὴν τῶν γερόντων ἀρχὴν θεμένη Plu.Lyc.5; οὔτε τι ἕ. ἐν τῇ ψυχῇ ἔχει D.C.46.3; also λαβοῦσα ἕ. Δῖον having conceived by Zeus, A.Supp.580 (lyr.); so perhaps μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων freight of dark pains, Il.4.117 (athetized by Aristarch.).
II (εἴρω A) in plural, ἕρματα = earrings, 14.182, Od.18.297; band, noose, Ael. NA17.35; a serpent's coils, ib.37.

German (Pape)

[Seite 1032] τό, 1) (von ἔρδω, ἐρείδω) die Stütze, bes. diejenigen, welche unter die Schiffe gestellt werden, wenn diese aufs Land gezogen sind, damit sie nicht faulen, νῆα μὲν οἵγε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρ υσσαν – ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν Il. 1, 485; ὑπὸ δ' ᾕρεον ἕρματα νηῶν 2, 154; H. h. Apoll. 507; übertr., ἕρμα πόληος, Stütze der Stadt, von Menschen, Il. 16, 449 Od 23, 121, womit Simonds. 85 (XIII, 26) zu vergleichen, der von Periander sagt σήμαινε λαοῖς ἕρμ' ἔχων Κορίνθο υ. – Der Stützpunkt, Grundlage, τοῦτο οἷον ἕρμα πόλεως ἡμῖν κείσθω τὰ νῦν Plat. Legg. V, 737 a; ἕρμα τῆς πολιτείας βέβαιον Plut. reip. ger. praec. 18. – In der Rennbahn der Stein, der den Punkt des Auslaufens bezeichnet, ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319). – Der Pfeil heißt bei Hom. μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, der die Schmerzen begründet, auf dem die Schmerzen gleichsam ruhen, der Träger der Schmerzen, Il. 4, 117, welchen Vers Aristarch verwarf. – Auch der das Schiff niederhaltende, gleichsam stützende Ballast, Ar. Av. 1492; πρὸς τύχην μεγάλην πολὺ πνεῦμα καὶ σάλον ἔχουσαν ἕρματος πολλοῦ καὶ κυβερνήτου μεγάλου δεόμενον Plut. ad. princ. inerud. 5. Aehnl. Arist. von den Bienen, ὅταν δ' ἄνεμοςμέγας, φέρο υσι λίθον ἐφ' ἑαυταῖς, ἕρμα πρὸς τὸ πνεῦμα H. A. 9, 40, vgl. 9, 12. – Übertr., ἕρμα δῖον λαβοῦσα, von einem Gott die Leibesfrucht empfangen habend, Aesch. Suppl. 575. – 2) Klippen, Felsen, Sandbänke, auf die das Schiff auffährt, ἄφαντον Aesch. Ag. 979; übertr., τὸν πρὶν ὄλβον ἕρματι προσβαλὼν Δίκας Eum. 534; κακοὺς δ' ἐφ' ἕρμα στερεὸν ἐκβάλλο υσι γῆς Eur. Hel. 854; in Prosa, Her. 7, 183; μὴ ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν Thuc. 7, 25, wie Plat. ἐξαίφνης πταίσαντα ὥσπερ πρὸς ἕρματι πρὸς τῇ πόλει Rep. VIII, 553 b; Sp., ἕρματα ὕφαλα D. Hal. 1, 52. – Allgemeiner, Hügel, πρὸς ἕρμα (conj. für ἕργμα) τυμβόχωστον ἔρχομαι, zum Grabhügel, Soph. Ant. 841; ἕρμα γῆς ἁπαλόν, eine Stelle von weichem Grunde, App. B. C. 5, 101; – ἕρματα τῶν θεμελίων, die Ruinen, D. Sic. 5, 70. – 31 (εἴρω) nur im plur., Ohrringe, Ohrgehänge, Il. 14, 182 Od. 18, 297. Vgl. ὅρμος. – Übh. Bande, Fessel, Ael. H. A. 17, 25. 37. – Vgl. Buttm. Lexil. I p. 111 – 115.

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
I. tout objet qui sert d'appui :
1 appui, étai, particul. pour supporter les navires remisés sur la plage;
2 point d'appui, fondement (d'une ville, de l'État, etc.) ; fondation ; origine, cause : ὀδυνάων IL de douleurs;
3 écueil, rocher sur lequel porte un navire ; p. ext. amas de terre;
II. ce qui fait qu'une chose appuie ou enfonce, ce qui alourdit :
1 lest, charge ; particul. charge (d'un navire);
2 fig. fardeau en parl. d'un enfant dans le sein de sa mère.
Étymologie: cf. ἐρείδω.
2ατος (τό) :
1 pendant d'oreilles;
2 collier.
Étymologie: cf. εἴρω¹.
Syn. 1) ἄρτημα, δίοπαι, ἕλιξ², ἐλλόβιον - 2) δεράγκη, δέραιον, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Russian (Dvoretsky)

ἕρμα: ατος τό (только в pl. ἕρματα) серьга Hom.
ατος τό
1 подпора, стойка: ἕρματα νηῶν Hom. подпоры для (вытащенных на сушу) судов;
2 столб: ἀφετήριον ἕ. Anth. стартовый столб (на ристалищах);
3 перен. устой, опора, столп, основание (πόληος Hom., Plat.; πολιτείας Plut.): ἕρματα τῶν θεμελίων Diod. капитальные стены;
4 досл. основание, причина, перен. источник: ἰός, ἕ. ὀδυνάων Hom. стрела, причина страданий;
5 балласт, груз Arph., Plut.: λίθον ἕ. φέρειν Arst. нести для устойчивости камень;
6 бремя, плод чрева: λαβοῦσα ἕ. δῖον Aesch. (Ио), понесшая божественный плод (от Зевса);
7 утес, подводная скала Aesch., Her., Plat., Plut.: περὶ ἕ. τὴν ναῦν περιβάλλειν Thuc. направить корабль (наскочить) на подводный камень;
8 холм, курган (ἕ. τυμβόχωστον Soph. - v.l. ἔργμα).

Greek (Liddell-Scott)

ἕρμα: τό, ἔρεισμα, ὑποστήριγμα· ἐπὶ τῶν ὑποστηριγμάτων (ξυλίνων ἢ λιθίνων) ἐφ’ ὧν ἵστατο τὸ πλοῖον ὅτε ἐσύρετο ἔξω (πρβλ. ἔρεισμα), νῆα... ἐπ’ ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ’ ἕρματα μακρὰ τάννυσαν, «ἐρείσματα, στηρίγματα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 486· ὑπὸ δ’ ᾕρεον ἕρματα νηῶν Β. 154· μεταφ. ἐπὶ ἀνδρῶν, ἕρμα πόληος, ἔρεισμαὑποστήριγμα τῆς πόλεως, Π. 549, Ὀδ. Ψ. 121· τοῦτο… οἷον ἕρμα πόλεως κείσθω, ὡς θεμέλιον διὰ τὴν πόλιν, Πλάτ. Νόμ. 737Α ὥσπερ ἕρμα τῆς πολιτείας βέβαιον Πλούτ. 2. 814C· πρβλ. ἑρμίς. β) ὑπάρχει σκοτεινή τις μεταφ. ἐν Ἰλ. Δ. 117, μελαινέων ἕρμ’ ὀδυνάων, ἐπὶ ὀξέος βέλους, ὡς τοῦ θεμελίου ὀδυνῶν, δήλ. τῆς αἰτίας ἢ πηγῆς αὐτῶν· ἀλλ’ ὁ στίχος οὗτος ἠθετεῖτο ὑπὸ τοῦ Ἀριστάρχου. 2) ὕφαλος ἐν θαλάσσῃ ἔνθα πλοῖον δύναται νὰ προσαράξῃ, Ἡρόδ. 7. 183, Θουκ. 7. 25. Εὐρ. Ἑλ. 854 (ἔνθα ἀναγνωστέον ἐφ’ ἕρμα)· ἄσημα ἕρματα, ἀφανεῖς ὕφαλοι, Ἀνακρ. 36 ἔνθ. ἴδε Bgk.) ἄφαντον ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007, πρβλ. Εὐμ. 565· ἕρματα ὕφαλα Διον. Ἁλ. 1. 52· ἕρμα γῆς ἁπαλόν, πηλώδης ὕφαλος, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 101. 3) ὕψωμα, λοφίσκος, σωρὸς χώματος ἣ λίθων, κοινῶς «τοῦμπα», πρὸς ἕρμα τυμβόχωστον… τάφου Σοφ. Ἀντ. 849· ἐρισθενὲς ἕρμα θανοῦσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 4599· (οὕτω δὲ ὁ Ἕρμ. ἀναγινώσκει ἐν Αἰσχύλ. Χο. ἀντὶ ἔρυμα)· τὸ μέρος ἐξ οὗ ἐξορμᾶ τις, ἀφετήριον ἕρμα Φιλόξ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 319· ἕρματα τῶν θεμελίων, ἐρείπια τῶν θεμ., Διόδ. 5. 70. 4) ἕρματα πλοίων, «σαβοῦρρα», Πλούτ. 2. 782Ε· οὕτως ὁ Ἀριστ. (π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 9. 40, 46) μεταχειρίζεται τὴν λέξιν ἐπὶ τῶν λίθων δι’ ὧν ὑπετίθετο ὅτι αἱ γέρανοι καὶ αἱ μέλισσαι ἰσορρόπουν ἐν τῇ πτήσει αὐτῶν (ἡ παρὰ Οὐεργιλ. savurra Γεωργ. 4 195), πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1137. 1429· μεταφ. τὸ ἀπὸ τῆς φρονήσεως ἕρμα Σωκρ. παρὰ Στοβ. Τ. 3. 72· οἷον ἕρμα τὴν τῶν γερόντων ἀρχὴν θεμένη Πλουτ. Λυκ. 5: ἐκ τῆς ἐννοίας ταύτης τοῦ ἕρματος πλοίου ἐσχηματίσθη ἡ μεταφορὰ ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 580, λαβοῦσα δ’ ἕρμα δῖον, συλλαβοῦσα καὶ ἐγκυμονήσασα διὰ τοῦ Διὸς· ― πρβλ. ἑρματίζω. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ἕρματα, ἐνώτια, Ἰλ. Ξ. 182, Ὀδ. Σ. 297. 2) οὕτω παρ’ Αἰλιανῷ (περὶ Ζ. 17. 25), δεσμός, ταινία, βρόχος, ἕρματα ἰσχυρὰ ὑποπλέκουσι· σπεῖραι ὄφεως, τοῖς ἐκείνου περιπεσὼν ἕρμασιν αὐτόθι 37. (Ἐν τῇ τελευταίᾳ ταύτῃ σημασίᾳ πρέπει νὰ παράγηται ἐκ τοῦ εἴρω, Λατ. sero, ὅπως τὸ ὅρμος· ἀλλ’ ἡ πρώτη σημασ. μετὰ τῶν ποικιλιῶν αὐτῆς ὑποδεικνύει ἡμῖν τὸ ἐρείδω, πρβλ. ἔρεισμα, καὶ ἰδὲ Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.),

English (Autenrieth)

(1) (εἴρ Od. 24.2, root σερ): only pl., ἕρματα, pendants, ear-rings, probably strings of beads. (See cuts, the one on the left an Athenian tetradrachm, that on the right a Sicilian decadrachm.)
(2), ατος: prop; pl., of the supports placed under ships when drawn up on shore, Il. 1.486; met., of persons, ἕρμα πόληος, ‘prop and stay,’ ‘pillar’ of the state, Il. 16.549; of an arrow, μελαινέων ἕρμ ὀδυνάων, ‘bearer of black pains,’ by some referred to ἕρμα 1, Il. 4.117.

Greek Monolingual

το (AM ἕρμα)
πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα
νεοελλ.
1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του
2. στρώμα από σκύρα, μέσα στο οποίο τοποθετούνται οι στρωτήρες (τραβέρσες), όπου στηρίζονται οι τροχιές του σιδηρόδρομου
3. ηθικές αρχές («άνθρωπος άνευ ηθικού έρματος» — άνθρωπος ανερμάτιστος, που δεν έχει σταθερό χαρακτήρα)
αρχ.
1. οι δοκοί, στις οποίες στηρίζονται όρθια τα πλοία που ανασύρονται στην ξηρά
2. (για άντρες) στήριγμα τών άλλων, προστάτηςἕρμα πόληος» — προστάτης, υπερασπιστής πόλης)
3. ύφαλος στη θάλασσαἕρμα γῆς ἁπαλόν» — πηλώδης ύφαλος)
4. ύψωμα, λοφίσκος, σωρός χώματος ή λίθων
5. στον πληθ. τά ἕρματα
α) τα σκουλαρίκια
β) δεσμός, ταινία, βρόχος
γ) οι σπείρες του σώματος του ερπετού
6. φρ. α) «ἀφετήριον ἕρμα» — το μέρος απ’ όπου ξεκινά κάποιος
β) «ἕρματα θεμελίων» — ερείπια θεμελίων
γ) «μελαινέων ἕρμ’ ὀδυνάων» — οξύ βέλος που είναι αιτία ανυπόφορων πόνων
δ) «λαβοῦσα ἕρμα Δῑον» — αυτή που συνέλαβε και εγκυμονεί από τον Δία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο σε -μα λόγω τών πολλαπλών σημασιών του. Η επικρατέστερη άποψη επιχειρεί ακριβώς να συνδυάσει τη μορφή με μια βασική αρχική σημασία από την οποία μπορούν φυσιολογικά να προκύψουν οι διάφορες μεταγενέστερες σημασιολογικές διαφοροποιήσεις. Έτσι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα swer- «ζυγίζω, βαρύς» με παρέκταση suer-mn. Η σύνδεση με το αρχ. ινδ. varsman «γήλοφος, κορυφή» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα. Ομοίως και η σύνδεση με τα αρχ. ινδ. svaru «πάσσαλος», αγγλοσαξ. swer «κίων», λατ. surus «κλάδος, πάσσαλος». Πιθανότερη και στο πνεύμα της αναγωγής στην ΙΕ ρίζα swer- είναι η σύνδεση με τα λιθ. sveriu «ζυγίζω» και αρχ. ινδ. swār(i) «βαρύς». Εικάζεται επίσης μη ΙΕ προέλευση της λ. από το όνομα του λυδικού ποταμού Έρμου ή τα λυδικά ανθρωπωνύμια σε Erm-, Arm-.
ΠΑΡ. ερματίζω
αρχ.
ερμάζω, ερμαίος, έρμαχες, έρμαξ, ερματικός, ερματίτης, ερμεών, ερμίς (ερμῖν)
νεοελλ.
ερμακιά].

Greek Monotonic

ἕρμα: -ατος, τό (εἴρω Α) στον πληθ., ἔρματα, σκουλαρίκια, σε Όμηρ.
ἕρμα: -ατος, τό,
I. έρεισμα, υποστήριγμα, που τοποθετούσαν τα πλοία, όταν τα έσερναν στην ξηρά, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., λέγεται για τους άνδρες, ἕρμα πόληος, στήριγμα για την πόλη, Λατ. columen, σε Όμηρ.· μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, λέγεται για αιχμηρό βέλος, η πηγή, δηλ. η αιτία των συμφορών, σε Ομήρ. Ιλ.
II. βυθισμένος βράχος, σκόπελος, πάνω στον οποίο μπορεί να προσκρούσει, να προσαράξει ένα καράβι, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
III. ύψωμα, λοφίσκος, σωρός χώματος ή λίθων, σε Σοφ.
IV.αυτό που κρατά σταθερό το πλοίο, σαβούρα, έρμα, σε Πλούτ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: n.
Meaning: prop, in the Il. (and h. Ap. 507) in plur. of the supports (stones or beams), put under the ships when drawn on land; metaph. of men, support, column (Il.); cliff under the sea, on which the ship gets stuck (Alk. Supp. 26, 6, Hdt. 7, 183, Th. 7, 25); stone, or another weight, that can serve as ballast (Ar., Arist.); hope of stones (S. Ant. 848 [lyr.], AP 9, 319).
Compounds: XX [etym. unknown]
Derivatives: ἑρμίς (or -ίν), acc. ἑρμῖνα, dat. pl. -ῖσιν post of a bed (θ278, ψ 198, Hdt. 3, 16; cf. ῥηγμῖν- from ῥῆγμα, σταμῖν- etc.); vgl. Hdn. Gr. 2, 431 with etymological speculations. ἕρμαξ f. heap of stones (Nic. a. o.), Ngr. ἑρμακιά (ἁρ-) wall of dry stones, many derivv. in the lower Ital. diall, s. Rohlfs WB 78f.; ἕρμακες ὕφαλοι πέτραι H. (cf. λίθαξ, μύλαξ a. o.). ἑρμεών σωρὸς λίθων H. (cf. βολεών s. βάλλω etc.). ἑρματίτης πέτρος stone serving as ballast (Lyk. 618). ἑρματικός standing fest, resting .. (κράββατος, PGen. 68, 10; IVp). ἑρμαῖος λόφος heap of stones (π 471; uncertain, cf. on Ἐρμῆς). - Denomin. verbs. ἑρμάζω `support, make stable (Hp.) with ἕρμασμα, -σμός (Hp.), ἕρμασις (Erot., also Trozen IVa [-σσ-]; cf. Fraenkel Nom. ag. 1, 149); ἑρματίζω id. (Hp.). - On Ἐρμῆς (Ἐρμείας, Ἐρμάων) s. v.
Etymology: Difficult because of the divergent meanings. One supposed two or three diffrent words. So in WP. 1, 267 ἕρμα cliff is considered a separate word (with Froehde BB 17, 304) and connected with Skt. várṣman- n. height, hill, top, point. This etymology however disregards the most important element of cliffs under the sea. On the other hand ἕρμα as ballast of a ship in WP. 1, 265 is with Vaniček and Fick (s. also W.-Hofmann s. sērius) connected with Lith. sveriù weigh, svarùs heavy, OHG swār(i) schwer . In the meaning support, prop (2, 528) one connects words for pole etc., e. g. Skt. sváru- pole, ...at a sacrifice, OE swer post, column, Lat. surus twig, sprout, pole. But it is very doubtful whether ἕρμα ever meant pole. - An attempt to combime all meanings makes Porzig Satzinhalte 266: the orig. meaning would be a stone (for propping up a ship), from where Ballast-stones, and on the other hand - sarcastically - also cliffs under the sea. - Formally ἕρμα seems a verbal noun in -μα with regular ε-vowel. For an etym. one might think of Lith. sveriù weigh and relatives (s. above); so orig. heavy weight, stone, IE *su̯ér-mn̥. - Kretschmer Kleinas. Forsch. 1, 4 thinks ἕρμα is Anatolian, pointing to the Lydian river Ε῝ρμος (πολυψήφιδα παρ' Ε῝ρμον Orac. ap. Hdt. 1, 55), partly to Lycian PN in Erm-, Arm-. For non-IE origin also Chantraine L'Ant. class. 22, 69. - Wrong Gonda Mnemos. 3: 6, 165f. (Lat. sera, Gr. ἅρπη sickle, IE *ser-.) - I see no reason for foreign origin.

Middle Liddell

ἕρμα, ατος, τό, [εἴρω1]
earrings, Hom.
ἕρμα, ατος, τό,
I. a prop, support, used to keep ships upright when ashore, Il.: metaph. of men, ἕρμα πόληος prop or stay of the city, Lat. columen, Hom.; μελαινέων ἕρμ' ὀδυνάων, of a sharp arrow, the foundation, i. e. the cause, of pangs, Il.
II. a sunken rock, reef, on which a vessel may strike, Hdt., Aesch., etc.
III. a mound, cairn, barrow, Soph.
IV. that which keeps a ship steady, ballast, Plut. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ἕρμα: 1.
{hérma}
Grammar: n.
Meaning: Stütze, in der Il. (und h. Ap. 507) im Plur. von den Stützen (Steinen oder Balken), die unter die ans Land gezogenen Schiffe gelegt wurden, um sie aufrecht zu halten; sonst übertr. von Menschen, Stütze, Säule (ep. poet. seit Il., späte Prosa); unterseeische Klippe, Riff, auf dem das Schiff sitzen bleibt (poet. seit Alk. Supp. 26, 6, auch Hdt. 7, 183, Th. 7, 25 und sp. Prosa); ‘Stein, bzw. ein anderes Gewicht, das als Ballast usw. dienen kann’ (Ar., Arist., hell. u. spät); Steinhaufen, Steinhügel (S. Ant. 848 [lyr.], AP 9, 319).
Derivative: Ableitungen. 1. ἑρμί̄ς (oder -ί̄ν), Akk. ἑρμῖνα, Dat. pl. -ῖσιν Bettpfosten (θ278, ψ 198, Herod. 3, 16; vgl. ῥηγμῖν- von ῥῆγμα, σταμῖν- usw.); vgl. Hdn. Gr. 2, 431 mit etymologischen Spekulationen. 2. ἕρμαξ f. Steinhaufen (Nik. u. a.), ngr. ἑρμακιά (ἁρ-) Mauer aus trockenen Steinen, viele Ableger in der unterital. Gräzität, s. Rohlfs WB 78f.; ἕρμακες· ὕφαλοι πέτραι H. (vgl. λίθαξ, μύλαξ u. a.). 3. ἑρμεών· σωρὸς λίθων H. (vgl. βολεών s. βάλλω usw.). 4. ἑρματίτης πέτρος als Ballast dienender Stein (Lyk. 618). 5. ἑρματικός ‘feststehend, -ruhend’ (κράββατος, PGen. 68, 10; IVp). 6. ἑρμαῖος λόφος Steinhaufen (π 471; unsicher, vgl. zu Ἑρμῆς). — Denominative Verba. 1. ἑρμάζω unterstützen, fest machen (Hp.) mit ἕρμασμα, -σμός (Hp.), ἕρμασις (Erot., auch Trozen IVa [-σσ-]; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 149); 2. ἑρματίζω ib. (Hp. usw.). — Zu Ἑρμῆς (Ἑρμείας, Ἑρμάων) s. bes.
Etymology: Wegen der in concreto stark auseinandergehenden Bedeutungen bereitet ἕρμα den Erklärern erhebliche Schwierigkeiten. Es ist mithin kein Wunder, daß man darin zwei oder sogar drei verschiedene Wörter hat finden wollen. So wird bei WP. 1, 267 mit Froehde BB 17, 304 ἕρμα Klippe, Riff, Hügel als ein besonderes Wort betrachtet und mit aind. várṣman- n. Anhöhe, Hügel, Oberstes, Spitze identifiziert. Diese Etymologie läßt aber gerade das wichtigste Merkmal der unterseeischen Klippen unbeachtet. Dagegen wird ἕρμα im Sinn von Schiffsballast bei WP. 1, 265 mit Vaniček und Fick (s. auch W.-Hofmann s. sērius) zu lit. sveriù wägen, svarùs schwer, ahd. swār(i) ‘schwer’ gezogen. Im Sinn von Stütze, Stützpfahl wird (2, 528) mit Schroeder Anknüpfung gesucht bei Wörtern für Pfahl, z. B. aind. sváru- Pfahl, Opferposten, ags. swer Pfosten, Säule, lat. surus Zweig, Sproß, Pfahl. Es ist aber sehr zweifelhaft, ob ἕρμα überhaupt je Pfahl bedeutet hat. — Einen Versuch, sämtliche Bedeutungen der philologischen Tradition gemäß unter einen Hut zu bringen, macht Porzig Satzinhalte 266: die ursprüngliche Bedeutung wäre ‘Stein (zum Stützen der Schiffe)’, woraus einerseits Ballaststeine, anderseits, als sarkastischer Ausdruck der Seeleute, unterseeische Steine, Klippen. Wie dem auch sei, jedenfalls scheint das Wort in der Berufssprache der Seeleute gut eingebürgert zu sein. — Der Form nach bietet ἕρμα den Anblick eines Verbalnomens auf -μα mit regelmäßigem ε-Vokal. Wenn überhaupt eine Anknüpfung an das Idg. gewagt werden soll, können vielleicht lit. sveriù wägen und verwandte Wörter (s. oben) immerhin in Betracht kommen; die ursprüngliche Bedeutung wäre dann schweres Gewicht, schwerer Stein, Steinblock, Feldstein, idg. *su̯ér-mn̥. — Dagegen betrachtet Kretschmer Kleinas. Forsch. 1, 4 ἕρμα als kleinasiatisch, indem er teils an den lydischen Fluß Ἕρμος (πολυψήφιδα παρ’ Ἕρμον Orac. ap. Hdt. 1, 55), teils an lykische EN auf Erm-, Arm- erinnert. Für nicht-idg. Ursprung auch Chantraine L’Ant. class. 22, 69. — Abzulehnen Gonda Mnemos. 3: 6, 165f.: zu lat. sĕra Querbalken, gr. ἅρπη Sichel usw.; idg. *ser- ‘(spitziger) Ast’; vgl. dazu oben über die Bedeutung von ἕρμα.
Page 1,562-563

English (Woodhouse)

reef, ridge of rock, sunken reef

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὑποστήριγμα, ὕφαλος, ὕψωμα, (πληθ. σκουλαρίκια, δεσμός, σαβούρα πλοίου). Ἄν εἶναι ἀπό τό εἴρω (=δένω), σημαίνει δεσμός. Ἄν εἶναι ἀπό τό ἐρίδω (=στηρίζω), σημαίνει ὑποστήριγμα. Κατ' ἄλλους συγγενεύει μέ τό ὁρμή (=ἔφοδος). Γιά παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα δές στά ρήματα εἴρω καί ἐρίδω. Παράγωγα του ἕρμα: ἑρματίζω (=ὑποστηρίζω), ἕρμασμα, ἑμασμός, ἀνερμάτιστα (πλοῖα) (=χωρίς σαβούρα), ἕρμαξ (=σωρός πέτρες), ἑρμάζω, ἕρμασις.