κάλεσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, v. κλῆσις III.

German (Pape)

[Seite 1307] ἡ, das Rufen, zur Erkl. von classis, D. Hal. 4, 18.

Greek (Liddell-Scott)

κάλεσις: -εως, ἡ, ἴδε κλῆσις, III, Διον. Ἁλ. II. 682, 5.

Greek Monolingual

κάλεσις, ἡ (AM) καλώ
κλήση, πρόσκληση
αρχ.
γραμμ. η ονομαστική πτώση.