κλῆσις
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
κλήσεως, ἡ, (καλέω)
A calling, call, Pl.Smp. 172a, X.Cyr.3.2.14, etc.
2 calling into court, summons, prosecution, Ar.Nu.875, 1189, etc.; τὰς κλήσεις καλεῖσθαι ὅσας ἔδει Antipho 6.38; ἀφιέναι τὰς κ. X.HG1.7.13.
3 invitation to a feast, Id.Smp.1.7; εἰς τὸ πρυτανεῖον D.19.32; κλήσεις δείπνων Plu.Per.7, cf. Parmenisc. ap. Ath. 4.156d.
4 invocation, θεῶν Men.Rh.p.333 S.
5 calling to aid, Plb.2.50.7.
6 calling in a religious sense, 1 Ep.Cor.7.20.
II name, appellation, Pl.Plt. 262d, 287e, Dsc.1.42; τοὺς θεοὺς εἶναι κ. ἱεράς Cleanth.Stoic.1.123; Φιλησίη τὴν κλῆσιν = by name, IG14.2067; reputation, Phld.Rh.2.46 S.
III Gramm., αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων the nominatives, opp. αἱ πτώσεις (the oblique cases), Arist.APr.48b41; ἔχειν θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν the nominative form of... Id.SE173b40, cf. 182a18.
IV = Lat. classis, D.H.4.18.
κλῆσις, κλήσεως, ἡ, (κλείω A) closing, τῶν λιμένων Th.2.94, cf. 7.70:—written κλεῖσις, Aen.Tact.20.1.
German (Pape)
[Seite 1452] ἡ, das Rufen, der Ruf, die Einladung; κατιδών με πόῤῥωθεν ἐκάλεσε καὶ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. Conv. 172 a; Xen. Cyr. 3, 2, 14; Einladung zum Gastmahl, Conv. 1, 7, wie κλήσεις δείπνων Plut. Pericl. 7; so αἱ ἐπιφανεῖς κλήσεις Parmenisc. bei Ath. IV, 156 d; ähnl. κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem. 19, 32; – das zu Hülfe Rufen, Pol. 2, 50, 7. – Bes. Vorladung vor Gericht, τὴν κλῆσιν εἰς δύ' ἡμέρας ἔθηκεν Ar. Nubb. 1189, wie ἀπόφευξιν δίκης ἢ κλῆσιν 875; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. Hell. 1, 7, 83; τὰς κλήσεις καλεῖσθαι, ὅσας ἔδει Antiph. 6, 38, u. sonst bei den Rednern. – Benennung, Name, ἀγγεῖον μιᾷ κλήσει προσφθεγγόμεθα Plat. Crat. 287 e, u. öfter in diesem Dialog, wie bei den Grammatikern. – Bei D. Hal. sind κλήσεις wie καλέσεις die röm. classes, vgl. 4, 18 ἐγένοντο συμμορίαι ἕξ, ἃς καλοῦσι Ῥωμαῖοι κλάσεις, κατὰ τὰς Ἑλληνικὰς κλήσεις παρονομάσαντες.
French (Bailly abrégé)
κλήσεως (ἡ) :
1 action d'appeler à soi;
2 action d'invoquer;
3 action d'inviter, action de convier, invitation (à une fête, à un repas, etc.);
4 assignation, citation devant un tribunal;
NT: appel (dans le NT, tjrs dans le sens d'appel divin), vocation.
Étymologie: καλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλῆσις κλήσεως, ἡ [καλέω] het roepen, geroep:. ἅμα τῇ κλήσει … ἔφη tegelijk met zijn aanroep zei hij Plat. Smp. 172a. uitnodiging, oproep:; κλῆσις εἰς τὸ πρυτανεῖον uitnodiging voor het prytaneion Dem. 19.32; jur. dagvaarding. christ. roeping. benaming:. βάρβαρον μιᾷ κλήσει προσειπόντες αὐτό zij noemen dit met één enkele benaming ‘barbarendom' Plat. Plt. 262d.
Russian (Dvoretsky)
κλῆσις: κλήσεως ἡ καλέω
1 зов: ἐκάλεσέ με καὶ παίζων ἅμα τῇ κλήσει Plat. он окликнул меня и, окликнув, пошутил;
2 приглашение (εἰς τὸ πρυτανεῖον Dem.; δείπνων Plut.);
3 призыв о помощи Polyb.;
4 вызов в суд: ἀπόφευξις δίκης ἢ κ. Arph. освобождение от судебной ответственности или привлечение к ней; ἀφιέναι τὰς κλήσεις Xen. прекращать судебное преследование;
5 призвание, звание, поприще (ἐν τῇ κλήσει, ᾗ ἐκλήθη, ἐν ταύτῃ μενέτω NT);
6 название, наименование Plat., Anth.;
7 именительный падеж (αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων Arst.);
8 грам. родовая форма (ἄρρενος κ. Arst.): θηλείας или θήλεος κ. Arst. форма женского рода; σκεύους κ. Arst. средний род.
Spanish
invocación, acción de invocar, fórmula de invocación
English (Strong)
from a shorter form of καλέω; an invitation (figuratively): calling.
English (Thayer)
κλήσεως, ἡ (καλέω);
1. a calling, calling to (Xenophon, Plato, others)).
2. a call, invitation: to a feast (Xenophon, symp. 1,7); in the N.T. everywhere in a technical sense, the divine invitation to embrace salvation in the kingdom of God, which is made especially through the preaching of the gospel: with the genitive of the author, τοῦ Θεοῦ, ἀμεταμέλητα ... ἡ κλῆσις τοῦ Θεοῦ, God does not repent of the invitation to salvation, which he decided of old to give to the people of Israel, and which he promised their fathers (i. e. the patriarchs), ἡ ἄνω (which see (a.)) κλῆσις τοῦ Θεοῦ ἐν Χριστῷ, which was made in heaven by God on the ground of Christ, ἡ ἐπουράνιος κλῆσις, καλεῖν τινα κλήσει, ἀξιουν τινα κλήσεως is used of one whom God declares worthy of the calling which he has commanded to be given him, and therefore fit to obtain the blessings promised in the call, ὑμῶν, which ye have shared in, 1 Corinthians 7:20.
Greek Monotonic
κλῆσις: κλήσεως, ἡ (καλέω),
I. 1. κλήση, σε Ξεν. κ.λπ.
2. κλήτευση σε δικαστήριο, δίωξη, νόμιμη κλήτευση, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.
3. πρόσκληση σε γλέντι, σε Ξεν., Δημ.
II. επίκληση, όνομα, επωνυμία, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῆσις: κλήσεως, ἡ, (καλέω) τὸ καλεῖν, πρόσκλησις, Πλάτ. Συμπ. 172Α, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 14, κλτ. 2) ὡς καὶ νῦν, πρόσκλησις εἰς τὸ δικαστήριον, καταγγελία, κατηγορία, καταδίωξις, Ἀριστοφ. Νεφ. 875. 1189, καὶ Ρήτορ.· κλήσεις ἃς καλεῖσθαι δεῖ Ἀντιφῶν 145. 42· ἀφιέναι τὰς κλήσεις Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 13· πρβλ. καλέω Ι. 4, κλητεύω, κλητήρ. 3) πρόσκλησις εἰς συμπόσιον, Ξέν. Συμπ. 1, 7· εἰς τὸ πρυτανεῖον Δημ. 351. 2· κλήσεις δείπνων Πλουτ. Περικλ. 7, πρβλ. Ρήτορ. (Walz) 9. 298 κἑξ. 4) ἐπίκλησις, τῶν θεῶν αὐτόθι 132· πρόσκλησις εἰς βοήθειαν, ἐπίκλησις, Πολύβ. 2, 50, 7. ΙΙ. ὄνομα, ἐπωνυμία, Πλάτ. Πολιτ. 262D, 287E· Φιλησίη τὴν κλ., τὸ ὄνομα, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 571. ΙΙΙ. παρὰ Γραμμ. αἱ κλήσεις τῶν ὀνομάτων = αἱ ὀνομαστικαὶ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς (λοιπὰς) πτώσεις, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 36, 7· ἐπὶ φύσει οὐδετέρων ὀνομάτων ἐχόντων θηλείας ἢ ἄρρενος κλῆσιν, δηλ. κατάληξιν τῆς ὀνομαστικῆς πτώσεως ὡς π.χ. ἀσκός, κλίνη κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. Ἐλέγχ. 14, 4, πρβλ. 32, 2. IV. παρὰ τῷ Διον. Ἁλ. 4. 18, κλήσεις (καλέσεις) τίθεται ὡς ἀρχικὸς τύπος τοῦ Ρωμαϊκοῦ classes.
Frisk Etymological English
Meaning: call, κλητήρ, κλήτωρ herald, witness etc.
See also: s. καλέω.
Middle Liddell
κλῆσις, κλήσεως καλέω
I. a calling, call, Xen., etc.
2. a calling into court, legal summons, prosecution, Ar., Xen., etc.
3. an invitation to a feast, Xen., Dem.
II. a name, appellation, Plat.
Frisk Etymology German
κλῆσις: {klē̃sis}
Forms: κλητήρ, κλήτωρ Herold, Zeuge usw.
Meaning: Ruf, Vorladung,
See also: s. καλέω.
Page 1,873
Chinese
原文音譯:klÁsij 克累西士
詞類次數:名詞(11)
原文字根:召(著) 相當於: (קָרָא)
字義溯源:邀請,召,呼召,神召,蒙召,選召,身分;源自(καλέω)=召); (καλέω)出自(κελεύω)=激勵,邀請),而 (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)
出現次數:總共(11);羅(1);林前(2);弗(3);腓(1);帖後(1);提後(1);來(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 呼召(4) 弗1:18; 腓3:14; 帖後1:11; 彼後1:10;
2) 蒙召(2) 林前1:26; 弗4:4;
3) 呼召的(1) 來3:1;
4) 召(1) 提後1:9;
5) 選召(1) 羅11:29;
6) 身分(1) 林前7:20;
7) 所蒙的召(1) 弗4:1
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό καλέω -ῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Léxico de magia
ἡ 1 invocación, acción de invocar ποιεῖ γὰρ μεγάλως πρὸς Σελήνην <ἡ> κ. pues la invocación a Selene es muy eficaz P VII 878 καθ' ἑκάστην κλῆσιν ἐπίσπενδε τὰ προκείμενα καὶ μύρων παντοδαπῶν realiza en cada invocación la libación prescrita, así como de aceites de cualquier clase P XII 310 2 fórmula de invocación ἔστιν δὲ τοῦ λόγου ἥδε ἡ κ. esta es la fórmula de invocación P IV 486 ἡ δὲ κ. αὐτὴ <λέγεται σελήνης> πληθούσης esta fórmula de invocación se pronuncia cuando hay luna llena P VI 1
Translations
calling
Armenian: կանչ; Azerbaijani: çağırış; Bulgarian: зов, призив, повикване; Catalan: crida; Czech: volání; Esperanto: alvoko; Finnish: kutsu, kutsuhuuto; French: appel; German: Ruf, Lockruf; Greek: κάλεσμα, πρόσκληση; Ancient Greek: κλῆσις; Hebrew: קריאה; Hungarian: szó, hívás, vonzás, vonzerő; Icelandic: kall; Irish: glaoch; Italian: richiamo, chiamata, convocazione; Japanese: 呼び出し; Korean: 부름; Macedonian: повик; Old English: cīgung, oncīgung; Polish: wezwanie, zew; Portuguese: chamada, chamado; Russian: зов; Slovene: klic; Spanish: convocatoria; Swahili: mwito; Telugu: పిలుపు; Ukrainian: заклик; Welsh: galwad
invocation
Bulgarian: зов, призив; French: invocation; Greek: επίκληση, παράκληση; Ancient Greek: ἐπίκλησις; Latin: invocatio; Old English: inċīeġung; Plautdietsch: Säajen; Russian: мольба, молитва; Swedish: åkallan
invitation
Ambonese Malay: not; Arabic: دَعْوَة; Armenian: հրավեր; Azerbaijani: dəvət, çağırış; Basque: gonbidapen, gonbit; Belarusian: запрашэнне; Bengali: নিমন্ত্রণ, দাওয়াত; Bulgarian: покана; Chinese Cantonese: 邀請/邀请; Mandarin: 邀請/邀请; Czech: pozvání; Dutch: uitnodiging; Finnish: kutsu, kutsuminen; French: invitation; German: Einladung, Einladen; Gothic: 𐌻𐌰𐌸𐍉𐌽𐍃; Greek: πρόσκληση, κάλεσμα; Ancient Greek: κλῆσις, πρόκλησις, πρόσκλησις; Hebrew: הזמנה; Hindi: निमंत्रण; Hungarian: meghívás; Italian: invito; Japanese: 招待, 招き, 誘い; Kapampangan: agkat; Kazakh: шақыру; Korean: 초대; Latin: invitatio; Laz: ჭანდა; Lithuanian: kvietimas; Malay: jemputan; Maori: pōwhiritanga; Ngazidja Comorian: mlaliko; Norwegian Bokmål: invitasjon; Nynorsk: invitasjon; Old English: laþung; Old Norse: lǫð; Oromo: waamicha; Polish: zaproszenie; Portuguese: convite, invitação; Russian: приглашение; Scottish Gaelic: cuireadh; Spanish: invitación; Swedish: inbjudning; Tagalog: aya; Tocharian B: kākalñe; Turkish: davet; Ukrainian: запрошення; Vietnamese: lời mời