κάλημι

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. for καλέω, Sapph.1.16 (v.l. κᾰλᾰμ-ημμι), Supp.21.4: 3sg. impf. ἐκάλη Alc.Supp.10.5.

German (Pape)

[Seite 1308] äol. = καλέω, Sapph. 1.

Russian (Dvoretsky)

κάλημι: (ᾰ) эол. Sappho = καλέω.

Greek (Liddell-Scott)

κάλημι: Αἰολ. ἀντὶ καλέω, (Schmidt ἀντὶ «καλημνεῖ· καλεῖ σαφῶς» Ἡσύχ.), Σαπφὼ 1. 16, ἴδε Schäf εἰς Διον. Ἀλ. π. Συνθ. 352.

Greek Monolingual

κάλημι (Α)
αιολ. τ. του καλώ.

Greek Monotonic

κάλημι: Αιολ. αντί καλέω.