κάπνισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, exposure to smoke, Arist.Pr. 896b9.

German (Pape)

[Seite 1323] ἡ, das Räuchern, Eust.

Russian (Dvoretsky)

κάπνῐσις: εως ἡ подвергание действию дыма Arst.

Greek (Liddell-Scott)

κάπνισις: -εως, ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις ἐκτεθειμένος εἰς τὸν καπνὸν, τὸ καπνίζεσθαι, ἡ δὲ κάπνισις μετὰ δακτύου Ἀριστ. Πρβλ. 10. 51.

Greek Monolingual

κάπνισις, ἡ (Α) καπνίζω
το να είναι κάποιος εκτεθειμένος σε καπνό.