κάρβων

English (LSJ)

ωνος, ο, Lat. carbo, coal, PMasp.58 viii 14 (vi A.D.): pl., Anon.in EN428.13.

Greek Monolingual

κάρβων, -ωνος, ὁ (Α)
κάρβουνο, άνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carbo, -onis «άνθρακας»].