κάρπιον

English (LSJ)

τό, screw-pine, Pandanus odoratissimus, Ctes.Fr.57.28.

German (Pape)

[Seite 1328] τό, ein indischer Baum, Ctes. bei Phot. bibl. p. 49, 33.

Greek (Liddell-Scott)

κάρπιον: τό, Ἰνδικόν τι δένδρον ὅπερ Ἑλληνιστὶ ὀνομάζεται μυρορόδα, Κτησ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 49. 33.

Greek Monolingual

κάρπιον, τὸ (Α)
ονομασία δένδρου της Ινδίας.