κάρτερ
Greek Monolingual
το
τεχνολ. μεταλλικό ή πλαστικό περίβλημα που χρησιμεύει για τη στεγανωτική προστασία ενός ή περισσότερων κινούμενων μηχανικών οργάνων και ως δεξαμενή λιπαντικού ελαίου, η ελαιοπυξίδα ή ελαιοδεξαμενή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όν. του Άγγλου εφευρέτη J. Η. Carter].