κάτοικτος

English (LSJ)

κάτοικτον, pitiable, prob. for κάτοικος, A.Ag. 1286.

Greek Monolingual

κάτοικτος, -ον (Α)
άξιος οίκτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οικτος (< οἶκτος), πρβλ. δύσοικτος, έποικτος].

Russian (Dvoretsky)

κάτοικτος: достойный сострадания Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-οικτος -ον meelijwekkend.