κάτος

English (LSJ)

ον, following, of persons, c. dat., Vett.Val. 220.4; of things, Id. 125.31.

Greek Monolingual

ὁ (ΑΜ κάττος, Μ και κάτος)
ο γάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κάττα.