Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
κάψουλα
Greek Monolingual
και καψούλα, η και καψούλι, το (φαρμ.) ωοειδές σφαιρικό ή κυλινδρικό περίβλημα προορισμένο να περιλάβει ένα φάρμακο υπό μορφήείτε σκόνης είτε παχύρρευστου ή λεπτόρρευστου υγρού. [ΕΤΥΜΟΛ.< λατ. capsula<capsa «θήκη, κιβώτιο»).