κέλευση
Greek Monolingual
η (ΑΜ κέλευσις) κελεύω
1. διαταγή, εντολή, προσταγή, παραγγελία («κατὰ κέλευσιν θεοῦ», επιγρ.)
2. (στο ρωμ. δίκ.) η πληρεξουσιότητα που παρέχεται από κάποιον σε κάποιον άλλον, για να συμβληθεί με τρίτον για λογαριασμό του κελεύοντος.