κέρκιον

English (LSJ)

τό, Dim. of κέρκος, Aq., Sm., Thd.Le.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

κέρκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέρκος, Συμμ. Παλ. Διαθ.

Greek Monolingual

κέρκιον, τὸ (Α)
υποκορ. του κέρκος.