κέρνας

English (LSJ)

ὁ, priest who carries the κέρνος (q.v.), AP7.709 (Alex.).

Greek Monolingual

κέρνας, ὁ (Α)
ιερέας που έφερε το κέρνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρνος (αγγείο τελετουργιών). Για τον τ. κέρνας έχει προταθεί η διόρθ. κερν.

Greek Monotonic

κέρνας: -εος, τό, μεγάλο πήλινο πιάτο, μέσα στο οποίο προσφέρονταν τα φρούτα στους Κορυβάντες, το οποίο μεταφερόταν από ιερέα ή ιέρεια και αποκαλούνταν κερνᾷς, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέρνας -α, ὁ [κέρνος] vaasdrager (priester).