πιάτο

From LSJ

Greek Monolingual

το, Ν
1. σκεύος για σερβίρισμα φαγητού, φρούτου ή γλυκού, πινάκιο
2. μουσ. στον πληθ. τα πιάτα
τα κύμβαλα, αλλ. τάσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piatto < λατ. platus < πλατύς.