κίγκλισις

English (LSJ)

-εως, ἡ, quick, jerking movement, Hp.Art.71.

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, häufige, schnelle Bewegung, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κίγκλῐσις: -εως, ἡ, ταχεῖα, ἐξαφνικὴ κίνησις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 833· οὕτω κιγκλισμός, ὁ, αὐτόθι 791.

Greek Monolingual

κίγκλισις, -εως, ιων. γεν. -ιος, ἡ (Α) κιγκλίζω (II)]
ταχεία, ξαφνική κίνηση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κίγκλισις -εως, ἡ [κιγκλίζω: kwispelen, wiebelen] (schokkende) beweging (van een lichaam).