ταχεία

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

(I)
η, Ν
βλ. ταχύς.
(II)
η, Ν ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων.