κίκκα

English (LSJ)

ἡ, hen, Hsch; v. κίκιρρος.

Greek Monolingual

(I)
κίκκα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀλεκτορίς», όρνιθα, κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιία από το κακάρισμα της κότας].