κακάρισμα
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
το κακαρίζω
1. η κραυγή που βγάζει η κότα ιδίως μετά την ωοτοκία της
2. (για γυναίκες) θορυβώδης πολυλογία.