καβούκι

Greek Monolingual

το
1. όστρακο (χελώνας, καβουριού, αστακού, σαλιγκαριού κ.λπ.)
2. το σκληρό εξωτερικό περίβλημα του ψημένου ψωμιού
3. ανατολίτικο υψηλό κάλυμμα του κεφαλιού, κουκούλα
4. φρ. «μπήκε στο καβούκι του» ή «μαζεύτηκε στο καβούκι του» — αποσύρθηκε από φόβο ή λόγω αποτυχίας και απογοητεύσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kabuk].