καδμεία

English (LSJ)

(in codd. καδμία) (sc. γῆ), ἡ, cadmia, calamine, Dsc.5.74, Gal.1.413, al., PTeb.273.14 (ii/iii A.D.):—written καδμήα, POxy. 1088.4 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1279] ἡ, auch καδμία, Galmei, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

καδμεία: ἢ καδμία (ἐξυπακ. γῆ), «γεννᾶται δὲ ἡ καδμεία ἐκ τοῦ χαλκοῦ καμινευομένου, προσιζανούσης τῆς λιγνύος τοῖς τοίχοις καὶ τῇ κορυφῇ τῶν καμίνων» κτλ., ἐχρησίμευε δὲ ὡς φάρμακον εἰς ὀφθαλμικὰ πάθη καὶ ἄλλα, Διοσκ. 5. 85, Γαλην.