καθέτης
English (LSJ)
καθέτου, ὁ, prob.
A portcullis (v. πτερόν III.9), Sch. E.Ph.114.
II plummet, Aen.Tact.32.6 cod., Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
καθέτης: ὁ, πιθαν. εἶδος θύρας καταρρακτῆς μετὰ σιδηρῶν ὀδόντων, ἣν ἀφίνουσι νὰ πέσῃ κατ’ ἐχθρῶν ἀπειλούντων νὰ εἰσέλθωσιν (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 114.