Doric aor.1 subj. of καθίζω.
καθίξω: Δωρ. ὑποτακτ. τοῦ ἀορ. αʹ τοῦ καθίζω.
καθίξω: υποτ. Δωρ. αορ. αʹ του καθίζω· καθίξας, μτχ.