καθίξω

English (LSJ)

Doric aor.1 subj. of καθίζω.

Greek (Liddell-Scott)

καθίξω: Δωρ. ὑποτακτ. τοῦ ἀορ. αʹ τοῦ καθίζω.

Greek Monotonic

καθίξω: υποτ. Δωρ. αορ. αʹ του καθίζω· καθίξας, μτχ.