καθαπερεί

English (LSJ)

v. καθά.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. καθάπερ, καθαπερανεί.
Étymologie: καθάπερ, εἰ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾰπερεί: ион. καταπερεί Her., Plat. = καθάπερ.