καθαριστήριο

Greek Monolingual

το (AM καθαριστήριον) καθαρίζω
νεοελλ.
τόπος στον οποίο γίνεται καθαρισμός, εργαστήριο καθαρισμού («έδωσα τα ρούχα στο καθαριστήριο»)
μσν.
κούπα
αρχ.
τόπος για εξαγνισμό, για καθαρισμό, καθαρτήριο.