καθαρογλώσσημα

Greek Monolingual

το
το λεκτικό παιχνίδι γλωσσοδέτης, που συνίσταται στην ακριβή και γρήγορη προφορά πολυσύνθετων λέξεων με δύσκολη προφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γλώσσημα. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αθ. Σακελλάριο].