γλώσσημα
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
-ατος, τό,
A = γλῶσσα II.2, Quint.Inst.1.8.15, M.Ant.4.33.
II tongue or point of a dart, A.Fr.152.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): át. γλωττ- Et.Gud.315.9
1 punta de lanza κάμακος εἶσι κάμακος γλώσσημα διπλάσιον A.Fr.152.
2 gram. palabra obsoleta que debe ser explicada o glosada, glosa Quint.Inst.1.8.15, αἱ πάλαι συνήθεις λέξεις γλωσσήματα νῦν M.Ant.4.33, cf. Et.Gud.l.c.
German (Pape)
τό,
1 ungebräuchliches, veraltetes Wort, M.Anton. 4.33.
2 Aesch. frg. 141 bei Schol. Pind. N. 6.85 κάμακος, die Spitze.
Russian (Dvoretsky)
γλώσσημα: ατος τό
1 кончик, острие (κάμακος Aesch.);
2 глоссема (непонятное слово, устарелое или областное, нуждающееся в пояснении) Quint.
Greek (Liddell-Scott)
γλώσσημα: τό, = γλῶσσα ΙΙ. 2, Μ. Ἀντων. 4. 33, Διοσκ. 3, 151. 4, 90. 2) ἀντίθ. τῷ γλῶσσα, ἡ λέξις, δι’ ἧς ἄχρηστος, ἀπηρχαιωμένη, ἢ ξενικὴ λέξις ἑρμηνεύεται, Κόϊντ. 1. 8, 15. ΙΙ. ἡ γλῶσσα ἢ αἰχμὴ βέλους, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 151.
Greek Monolingual
το (AM γλώσσημα) γλώσσα
1. λέξη η οποία δεν χρησιμοποιείται πλέον
2. ερμήνευμα μιας τέτοιας λέξης
νεοελλ.
μονάδα γλωσσικής εκφράσεως για τη δήλωση μιας έννοιας
μσν.
γλώσσα, όργανο του στόματος
αρχ.
αιχμή βέλους.