καθευδητέον
English (LSJ)
one must sleep, Pl.Phdr.259d.
Greek (Liddell-Scott)
καθευδητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ καθεύδειν, Πλάτ. Φαῖδρ. 259D.
Greek Monotonic
καθευδητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να αποκοιμηθεί, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθευδητέον, adj. verb. van καθεύδω, er moet geslapen worden.
German (Pape)
Adj. verb. von καθεύδω.