καθηδυπαθῶ

Mantoulidis Etymological

(=κάνω ἀσωτεῖες). Ἀπό τό κατά + ἡδυπαθῶ (ἡδύς + πάσχω). Δές γιά παράγωγα στό ρῆμα ἡδυπαθῶ.